- ευγραφής
- εὐγραφής, -ές (Α)1. ωραία ζωγραφισμένος («ἔργον τόδ' εὐγραφές... ἀνέθεντο»)2. αυτός που γράφει καλά («εὐγραφὴς κάλαμος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτι-γραφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.